τσελίκι

τσελίκι
τσελίκι, το και τσιλίκι, το
(λ. τουρκ.)
1. χάλυβας, ατσάλι.
2. μτφ., άνθρωπος ρωμαλέος, υγιέστατος: Είναι γέρος, αλλά τσελίκι.
3. μικρό ξύλο με το οποίο παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσελίκι — (I) και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα τού εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • τσαμάκα — και τσουμάκα, η, Ν τσελίκι …   Dictionary of Greek

  • τσελικώνω — Ν [τσελίκι] 1. χαλυβδώνω, ατσαλώνω 2. μτφ. ενδυναμώνω, ενισχύω …   Dictionary of Greek

  • τσιλίκι — το, Ν βλ. τσελίκι …   Dictionary of Greek

  • τσυλίκι — το, Ν βλ. τσελίκι …   Dictionary of Greek

  • cilic — cilíc (cilícuri), s.n. – 1. Oţel. – 2. (pl.) Bile ornamentale de oţel. – var. celic. Mr. ciliche. tc. çelik (Roesler 608; Cihac, 565; Meyer 442; Berneker 139; Lokotsch 408); cf. ngr. τσελίϰι, alb. tšel’ik, bg., sb. čelik …   Dicționar Român

  • τσιλίκι — το βλ. τσελίκι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”